- σκορπιομάχος
- -ον, Ααυτός που μάχεται χρησιμοποιώντας σκορπιούς («σκορπιομάχος ἀκρίς», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος «πολεμική μηχανή» + -μάχος (< μάχομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκορπιομάχον — σκορπιομάχος fighting with scorpions masc/fem acc sg σκορπιομάχος fighting with scorpions neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek